- πλευριτώνω
- 1. μετ.1) простуживать; 2) вызывать плеврит; 2. αμετ. заболевать плевритом;
πλευριτώνομαι — простуживаться
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πλευριτώνομαι — простуживаться
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πλευριτώνω — Ν [πλευρίτης] 1. κάνω κάποιον να πάθει πλευρίτιδα («μάς έχεις μέσα στα ρεύματα και θα μάς πλευριτώσεις») 2. κάνω κάποιον να κρυολογήσει 3. (ενεργ. αμτβ. και παθ.) πλευριτώνω και πλευριτώνομαι α) προσβάλλομαι από πλευρίτιδα β) προσβάλλομαι από… … Dictionary of Greek
πλευριτώνω — πλευρίτωσα, πλευριτώθηκα, πλευριτωμένος, 1. μτβ., κάνω κάποιον να κρυώσει, ώστε να πάθει πλευρίτιδα, να πουντιάσει: Με πλευρίτωσε το ανοιχτό παράθυρο. 2. αμτβ., πουντιάζω, κρυολογώ, παθαίνω πλευρίτιδα, και παθ. πλευριτώνομαι: Κάθισα ιδρωμένος στο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλευρίτωμα — το, Ν [πλευριτώνω] 1. η πλευρίτιδα 2. κρυολόγημα, πούντιασμα … Dictionary of Greek
πλευριτώνομαι — πλευριτώνομαι, πλευριτώθηκα, πλευριτωμένος βλ. πίν. 4 Σημειώσεις: πλευριτώνομαι : στα λεξικά αναφέρεται και ενεργητικός τύπος πλευριτώνω, ακόμα και με παθητική έννοια (→ παθαίνω πλευρίτιδα). Είναι σπάνιος σε σχέση με το πλευριτώνομαι … Τα ρήματα της νέας ελληνικής